- χρίμπτει
- χρίμπτωbring nearpres ind mp 2nd sgχρίμπτωbring nearpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλόκτυπος — ὁπλόκτυπος, ον (Α) (σχετικά με γη) αυτός που χτυπιέται, που αντηχεί από τις οπλές τών αλόγων («ἔτι δὲ γᾱς ἐμᾱς πεδί ὁπλόκτυπ ὠτὶ χρίμπτει βοάν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλή + κτύπος (πρβλ. χαλκό κτυπος)] … Dictionary of Greek